lift | |
chem. | αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο |
earth.sc. | ισορροπία αεροσκάφους; δυναμική άνωσις |
econ. | ανελκυστήρας |
environ. agric. | ύψος αναρροφήσεως αντλίας |
industr. construct. | σήκωμα; μήκος γεμίσματος μασουριού |
mater.sc. construct. | πτώση; υπερύψωση στάθμης ταμιευτήρα |
mech.eng. | αναβατόριο |
multi: 776 phrases in 54 subjects |