DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
moonlighting ['mu:n'laɪtɪŋ] v
econ. λαθραία απασχόληση
econ., social.sc. δεύτερη δουλειά; διπλοαπασχόληση; εργασία στη μαύρη
lab.law. παράνομη εργασία