modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
avionics | |
transp. avia. el. | ηλεκτρονικά βοηθήματα πτήσης; ηλεκτρονικό σύστημα |
test equipment | |
commun. | εξοπλισμός δοκιμής |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
modular: 62 phrases in 17 subjects |