machined | |
met. el. | μηχανικά επεξεργασμένος |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
surface | |
comp., MS | επιφάνεια |
earth.sc. | πραγματική επιφάνεια |
med. | επιφάνεια |
| |||
βιομηχανική κατεργασία | |||
εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα | |||
κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή | |||
| |||
μηχανικά επεξεργασμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m. |
machined: 112 phrases in 20 subjects |