linkage | |
gen. | στοιχείο σύνδεσης |
mech.eng. | αρθρωτό πολύγωνο; μηχανισμός μανιβέλας; συνδεσμολογία |
med. | σύζευξη; σύνδεσμος; σύνδεση; συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων |
transp. mil., grnd.forc. mech.eng. | ζεύξις |
editor | |
comp., MS | πρόγραμμα επεξεργασίας |
| |||
αρθρωτό πολύγωνο; μηχανισμός μανιβέλας | |||
σύζευξη | |||
ζεύξις | |||
| |||
αλληλεξάρτηση των αγορών | |||
| |||
στοιχείο σύνδεσης | |||
συνδετήρας | |||
συνδεσμολογία; μηχανισμός στροφάλου | |||
σύνδεσμος; σύνδεση; συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων | |||
English thesaurus | |||
| |||
lkge; lnkg |
linkage: 121 phrases in 17 subjects |