Strip | |
commer. | Ταινία |
stripping | |
gen. | απογύμνωση |
agric. | άρμεγμα με τα δάκτυλα |
chem. | εξάντληση |
industr. construct. | αποτρίχωση; υλικό που συλλέγεται στους κυλίνδρους των λαναριστικών ή κτενιστικών μηχανών; αποβαφή |
industr. construct. met. | άδειασμα καλουπιού |
lidding: 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |