least | |
gen. | ελάχιστα; τουλάχιστον |
action | |
comp., MS | ενέργεια |
IT dat.proc. | δράση αρχειοφυλακίου |
med. | δράση; ενέργεια; ενεργητικότητα; επενέργεια |
dissolution | |
environ. | διάλυση; αποσύνθεση |
| |||
ελάχιστα; τουλάχιστον |
least action: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |