![]() |
Labour | |
gen. | Εργατικό Κόμμα |
labour | |
agric. | υποφέρω από τη θάλασσα; υποφέρω από τη θαλασσοταραχή |
environ. | εργασία |
lab.law. | το εργατικό δυναμικό; εργατικό δυναμικό; έργο; ενεργός εργασία |
law fin. environ. | εργασία |
shedding | |
agric. | καρπόπτωση |
| |||
υποφέρω από τη θάλασσα; υποφέρω από τη θαλασσοταραχή | |||
το εργατικό δυναμικό; εργατικό δυναμικό; έργο; ενεργός εργασία | |||
εργασία | |||
τοκετός; γέννα | |||
| |||
Εργατικό Κόμμα | |||
| |||
εργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
lbr | |||
| |||
L | |||
Lab |
labour: 443 phrases in 30 subjects |