intruder | |
law IT | παραβάτης; παρείσακτος |
monitoring | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
tech. mech.eng. | επιτήρηση |
and | |
gen. | και |
guidance | |
transp. | διαδρομή οχήματος στην προβλεπόμενη λωρίδα |
equipment | |
environ. | εξοπλισμός |