increase | |
gen. | αυξάνω |
comp., MS | αύξηση |
econ. stat. | προσαύξηση |
market. fin. | αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού |
family | |
med. | οικογένεια |
tax allowance | |
tax. | φορολογική έκπτωση; φορολογική απαλλαγή |
| |||
ανάπτυξη; μεγάλωμα; αυξάνω αύξησα; μεγαλώνω μεγάλωσα; αναπτύσσω ανέπτυξα | |||
| |||
αυξάνω | |||
| |||
αύξηση (A transaction where items come into inventory) | |||
προσαύξηση | |||
αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού | |||
αύξηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
icr; inc | |||
incr |
increase: 190 phrases in 32 subjects |