illegal | |
gen. | παράνομη; παράνομο; παράνομος |
account. | παράνομη πράξη |
traffic | |
commun. | κίνηση |
commun. transp. | κυκλοφορία |
comp., MS | κυκλοφορία |
environ. | κυκλοφορία/κίνηση; κίνηση |
| |||
παράνομη; παράνομο; παράνομος | |||
παράνομη πράξη | |||
άκυρος | |||
English thesaurus | |||
| |||
not legal; unlawful, contravening a specific law, especially a criminal law; Against, or not authorized by law |
illegal : 105 phrases in 18 subjects |