igniter cable | |
mech.eng. | καλώδιο σπινθηριστή; σειρίδα σπινθηριστή |
terminal | |
gen. | πόλος; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό; ακροδέκτης |
med. | ακραίος; ληκτικός; τελικός |
| |||
καλώδιο σπινθηριστή; σειρίδα σπινθηριστή |
igniter cable: 2 phrases in 1 subject |
Earth sciences | 2 |