hospital | |
environ. | νοσοκομείο |
med. | στρατιωτικό νοσοκομείο; νοσοκομείο; πανεπιστημιακή κλινική |
insurance | |
gen. | ασφάλιση; ασφαλίσεις |
econ. | ασφάλιση |
environ. | ασφάλιση |
law insur. transp. | ασφάλεια |
| |||
στρατιωτικό νοσοκομείο; νοσοκομείο; πανεπιστημιακή κλινική | |||
| |||
νοσοκομείο | |||
| |||
εξοπλισμός νοσοκομείου | |||
English thesaurus | |||
| |||
hos; hosp; hp |
hospital: 204 phrases in 14 subjects |