gross investment | |
econ. fin. | ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου; ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου; ακαθάριστες επενδύσεις; ακαθάριστες επενδύσεις |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
lease | |
gen. | εκμίσθωση |
econ. | μισθωτήριο |
forestr. | ενοικίαση |
| |||
ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου; ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου; ακαθάριστες επενδύσεις; ακαθάριστες επενδύσεις |
gross investment: 2 phrases in 2 subjects |
Accounting | 1 |
Marketing | 1 |