DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
greaseproof ['gri:spru:f] adj.
mater.sc., chem. ανθεκτικός στα λίπη; αδιαπέραστο από λίπος; αδιαπέρατος στα λίπη
tech., industr., construct. ημιθειόχαρτο; θειωμένο χαρτί; λαδόχαρτο; χαρτί αδιάβροχο σε λιπαρές ουσίες
greaseproof: 3 phrases in 2 subjects
General1
Industry2