gaseous | |
med. | αεριώδης |
propellant | |
chem. | καύσιμο προωθητικό υλικό; προωστική ύλη; προωστικό |
environ. | προωθητικό; προωστική ύλη; προωθητικό /προωστική ύλη; προωθητικό |
food.ind. chem. | προωστικός παράγων |
industr. | προωθητικό μέσο |
| |||
αεριώδης |
gaseous: 64 phrases in 17 subjects |