future | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
operation | |
comp., MS | λειτουργία |
cells | |
gen. | κυψελίδες |
| |||
προθεσμιακές πράξεις | |||
συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
συναλλαγές επί προθεσμία | |||
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον | |||
προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
fut; fut. (tense Vosoni) | |||
| |||
Females United To Unilaterally Reduce Endo |
future operations: 1 phrase in 1 subject |
Fish farming pisciculture | 1 |