DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
fumigator ['jlu:mɪgeɪtə] n
agric., chem. γεννήτρια εντομοκτόνων καπνών; εγχυτήρας εντομοκτόνων καπνών; εγχυτήρας τοξικών καπνών