full load | |
mech.eng. | ονομαστικό φορτίο; πλήρες φορτίο σε ηλεκτρικά φαινόμενα |
transp. mech.eng. | μέγιστο φορτίο |
displacement | |
earth.sc. | διηλεκτρική μετατόπιση; διάνυσμα μετατοπίσεως; μετατόπισις |
IT | μετατόπιση |
life.sc. | οριζοντιογραφική μετατόπιση |
mech.eng. | όγκος σάρωσης κυλίνδρου |
| |||
ονομαστικό φορτίο; πλήρες φορτίο σε ηλεκτρικά φαινόμενα | |||
μέγιστο φορτίο | |||
πλήρες φορτίο | |||
English thesaurus | |||
| |||
F |
full load displacement: 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |