fuel cycle | |
nucl.phys. | κύκλος πυρηνικού καυσίμου; κύκλος του πυρηνικού καυσίμου |
center | |
comp., MS | κεντράρισμα |
construct. | ικρίωμα |
mech.eng. | κεντράρω; οπή κεντραρίσματος |
transp. mech.eng. | κέντρο; οπή κέντρου; σημείο κέντρου |
work.fl. | τομεακό κέντρο |
| |||
κύκλος πυρηνικού καυσίμου; κύκλος του πυρηνικού καυσίμου |
fuel cycle center: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |