freezing | |
gen. | παγωμένη; παγωμένο; παγωμένος |
crim.law. law | κατάσχεση |
econ. | κατάψυξη |
law fin. | πάγωμα περιουσιακών στοιχείων; δέσμευση περιουσιακών στοιχείων; δέσμευση προϊόντων εγκλήματος |
temperature | |
med. | θερμοκρασία |
| |||
παγωμένη; παγωμένο; παγωμένος | |||
κατάσχεση | |||
κατάψυξη | |||
πάγωμα περιουσιακών στοιχείων; δέσμευση περιουσιακών στοιχείων; δέσμευση προϊόντων εγκλήματος | |||
ψυκτικός; παγερός | |||
English thesaurus | |||
| |||
freeze |
freezing temperature: 3 phrases in 1 subject |
Agriculture | 3 |