flexible | |
gen. | ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος |
chem. | εύκαμπτο καλούπι |
mech.eng. | εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης |
access | |
gen. | έχω πρόσβαση |
comp., MS | προσπελαύνω; πρόσβαση |
secure | |
transp. mater.sc. mech.eng. | πρυμνοδέτηση |
Transfer | |
comp., MS | Μεταφορά |
| |||
ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος | |||
εύκαμπτο καλούπι | |||
εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης | |||
εύκαμπτος | |||
English thesaurus | |||
| |||
flexi | |||
flex |
flexible: 313 phrases in 33 subjects |