fabric | |
environ. | ύφασμα; πλέγμα; υπόθεμα; φέρων οργανισμός; ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός |
standard | |
construct. | ορθοστάτης ικριώματος |
cultur. | σφηνωτά πόδια |
industr. construct. | βάση; λάβαρο |
med. | πρότυπο |
| |||
ύφασμα; πλέγμα; υπόθεμα; φέρων οργανισμός | |||
| |||
ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
fab | |||
| |||
Focused, Appropriate, Balanced, Realistic, Integrated, Cost-effective |
fabric: 438 phrases in 26 subjects |