employment | |
empl. | απασχόληση; οικονομική δραστηριότητα |
environ. | απασχόληση; εργασία; απασχόληση/εργασία |
immigr. | πρόσληψη |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
public service | |
econ. | δημόσια υπηρεσία |
| |||
απασχόληση; οικονομική δραστηριότητα | |||
απασχόληση/εργασία | |||
πρόσληψη | |||
ανάληψη εργασίας | |||
| |||
απασχόληση; εργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
empl | |||
The strategic, operational, or tactical use of forces. (JP 5-0) | |||
| |||
E |
employment: 634 phrases in 30 subjects |