electrode | |
med. | ηλεκτρόδιο |
consumption | |
comp., MS | ανάλωση |
econ. | κατανάλωση |
environ. | ανάλωση; ανάλωση; κατανάλωση |
health. | απορρόφηση |
| |||
ηλεκτρόδιο συγκόλλησης τόξου | |||
| |||
ηλεκτρόδιο | |||
| |||
ηλεκτρόδιο συνδέσμου συγκόλλησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
elctrd |
electrode: 443 phrases in 14 subjects |