electrode | |
med. | ηλεκτρόδιο |
clamp | |
agric. | αποθηκεύω εις σιλό; ταφροειδής σιρός |
construct. | κολλάρο σύσφιξης |
fish.farm. | τρίαινα; τρικράνι |
mech.eng. | χαλινός στερέωσης; εξάρτημα στερέωσης |
| |||
ηλεκτρόδιο συγκόλλησης τόξου | |||
| |||
ηλεκτρόδιο | |||
| |||
ηλεκτρόδιο συνδέσμου συγκόλλησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
elctrd |
electrode: 443 phrases in 14 subjects |