DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
eddy conductivity [‘edɪ ˌkɔndʌk’tɪvɪtɪ]
earth.sc. συντελεστής εσωτερικών τριβών
life.sc. τυρβώδης αγωγιμότητα; στροβιλοειδής αγωγιμότητα