duplex | |
commun. | αμφίδρομος; διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; κύκλωμα duplex |
el. | πλήρως αμφίδρομος; πλήρως αμφίπλευρος |
mech.eng. | διπλό μηχανικό γλύφανο |
mech.eng. construct. | ανελκυστήρας duplex; ομάδα δύο ανελκυστήρων |
cables | |
forestr. | συρματόσχοινα |
| |||
αμφίδρομος; διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; κύκλωμα duplex; κύκλωμα διπλής ταυτόχρονης λειτουργίας | |||
επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης | |||
πλήρως αμφίδρομος; πλήρως αμφίπλευρος; πλήρως διπλής κατευθύνσεως; αμφίπλευρος; διπλής κατευθύνσεως; διπλοκατευθυντικός | |||
διπλό μηχανικό γλύφανο | |||
ανελκυστήρας duplex; ομάδα δύο ανελκυστήρων | |||
διπλός; διπλή έλικα | |||
English thesaurus | |||
| |||
dx | |||
semi-detached (брит. Bobrovska) | |||
| |||
Dupl. (Double Feast Breviary) | |||
| |||
Simultaneous Transmit and Receive |
duplex: 107 phrases in 17 subjects |