|
|
agric. |
ξύνω και βουρτσίζω |
anim.husb., food.ind. |
καθαρισμός; προετοιμασία |
coal., chem., el. |
εμπλουτισμός; επεξεργασία |
|
|
gen. |
επίδεσμος |
agric. |
απολύμανση με καυστική ουσία; περιποιούμαι |
agric., chem. |
χημικό λίπασμα; λιπαντικά υλικά εν διασπορά |
anim.husb., food.ind. |
χειρισμός σφαγίου |
coal., chem., el. |
κατεργασία |
industr., chem. |
παρασκεύασμα διακόσμησης |
industr., construct. |
πελέκημα με σκαρπέλο; κολλάρισμα; ακόνισμα; κτένισμα; διάσιμο; κόλλα υφάσματος |
med., health., anim.husb. |
κοπριά |
met. |
υλικό επικάλυψης; ξάκρισμα; ψαλίδισμα |
met., mech.eng. |
περίκοψη |
tech., industr., construct. |
τελικό διάσιμο |
transp., construct. |
αμμοδιασπορά; επίστρωση με άμμο |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., adv. |
dress rehearsal |
abbr., textile |
battle |