discount | |
commun. | έκπτωση |
comp., MS | έκπτωση |
fin. | ζημία συναλλάγματος; διαφορά υπό το άρτιο; προκαταβολική παρακράτηση |
market. | έκπτωση διακανονισμού; προσφέρω με έκπτωση; έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίς |
market. fin. | απόκλιση |
discounted | |
fin. | προεξοφλημένος |
margin | |
comp., MS | περιθώριο |
| |||
έκπτωση | |||
έκπτωση (A reduction in the selling price of products or services usually offered by the seller when the buyer agrees to meet specific conditions) | |||
ζημία συναλλάγματος; διαφορά υπό το άρτιο; προκαταβολική παρακράτηση | |||
έκπτωση διακανονισμού; έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίς | |||
απόκλιση | |||
| |||
προσφέρω με έκπτωση | |||
| |||
προεξόφληση; αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή | |||
| |||
προεξοφλημένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
disc; dis (Vosoni) | |||
disc. (Seregaboss) | |||
d/c | |||
rebate ->; rebate < -> |
discount: 100 phrase in 15 subjects |
Accounting | 1 |
Business | 1 |
Commerce | 8 |
Communications | 1 |
Economy | 11 |
Energy industry | 1 |
Finances | 32 |
General | 3 |
Insurance | 6 |
Labor organization | 1 |
Law | 1 |
Marketing | 24 |
Microsoft | 4 |
Statistics | 2 |
Transport | 4 |