DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
delamination [ˌdiːˌlæmɪ'neɪʃn] n
industr., construct. εξώασκος,φλυκταινώδης εξέλκωσις; αποκόλληση,ξεκόλλημα
industr., construct., chem. χωρισμός των στρωμάτων ενός στρωματόμορφου υλικού
mater.sc. απολαμινάρισμα; αποκόλληση στρωμάτων
med. αποδιάταξις; διαχωρισμός
nat.sc. διαχωρισμός σε στιβάδες
tech., chem. αποκόλληση
transp., avia., tech. αποκόλληση μετάλλου
délamination n
industr., construct., met. αποκόλληση
delamination: 5 phrases in 2 subjects
Industry4
Natural resourses and wildlife conservation1