- only individual words found (there may be no translations for some thesaurus entries in the bilingual dictionary)
|
|
agric. |
μηχανή αφαίρεσης των ινών; μηχανισμός κοπής |
forestr. |
κοπτήρας; μηχάνημα κοπής; θρυμματισμού ξύλων |
industr., construct. |
μηχανή κοπής υφασμάτων; κοπτικό μηχάνημα φύλλων |
industr., construct., mech.eng. |
μηχανή τεμαχισμού |
industr., construct., met. |
ταγιαριστής |
lab.law. |
κόπτης δερμάτων; κόπτης ενδυμάτων |
med. |
λαβίδες κοπής |
met. |
κόπτης |
min.prod., fish.farm. |
μικρό σκάφος ; κέρκουρος |
nat.sc., agric. |
κόφτης |
transp., construct. |
θρυμματιστήρας |
transp., nautic. |
κέρκουρος; κότερο |
wood. |
μαχαιρίδιον,μαχαίριον |