| |||
πελάτης (A person or company to whom your company sells products or services) | |||
πελάτης; κάτοχος λογαριασμού | |||
παραλήπτης; αγοραστής; ο αποκτών | |||
συνδρομητής | |||
καταναλωτής | |||
λήπτης παροχής υπηρεσίας | |||
| |||
πελατεία | |||
English thesaurus | |||
| |||
cstmr | |||
cust; custr |
customer: 167 phrases in 17 subjects |