corrosion | |
gen. | διάβρωση |
econ. | διάβρωση μετάλλου |
environ. | διάβρωση; οξίδωση; διάβρωση/οξίδωση |
indexing | |
el. | δεικτοδότητση |
fin. | ίντεξινγκ |
IT | ευρετηριασμός |
| |||
διάβρωση | |||
διάβρωση μετάλλου | |||
διάβρωση/οξίδωση | |||
διάβρωσις | |||
| |||
διάβρωση; οξίδωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
corr | |||
cor (r) |
corrosion: 160 phrases in 18 subjects |