coolant | |
gen. | ψυκτικό υγρό |
energ.ind. el. | πρωτεύον ψυκτικό μέσο |
industr. | ψυκτική ουσία |
mech.eng. | ψυκτικό μέσο; ψυκτικό ρευστό |
nat.sc. | ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός |
nucl.phys. | ψυκτικό; ψυκτικό μέσο αντιδραστήρα |
mix | |
industr. construct. met. | μίγμα |
| |||
ψυκτικό υγρό | |||
πρωτεύον ψυκτικό μέσο | |||
ψυκτική ουσία | |||
ψυκτικό μέσο; ψυκτικό ρευστό | |||
ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός | |||
ψυκτικό; ψυκτικό μέσο αντιδραστήρα | |||
| |||
ψυκτικά; ψυκτικές ουσίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
cool |
coolant: 228 phrases in 16 subjects |