continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
mixer | |
industr. construct. met. | αναμίκτης |
lab.law. | χειριστής MIXER; παρασκευαστής τροφίμων; παρασκευαστής παγωτών; ζυμωτής αρτοποιΐας; αναμίκτης πλαστικών υλών |
pharma. chem. | αναμείκτης |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous mixer: 3 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 2 |
Metallurgy | 1 |