continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
laser | |
commun. phys.sc. el. | μέιζερ; μικροκυματική ενίσχυση με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας; παραμαγνητικός ενισχυτής |
environ. | λέιζερ |
med. | λέιζερ |
pharma. transp. environ. | λέιζερ |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous: 655 phrases in 45 subjects |