confinement | |
health. | λοχεία; περίοδος αναμενόμενου τοκετού |
law | στέρηση της ελευθερίας |
cAMP | |
med. | κυκλική μονοφωσφορική αδενοσίνη; κυκλική AMP |
camp | |
gen. | κατασκήνωση |
environ. | στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο; σταθμός |
med. | πεδίο |
| |||
λοχεία; περίοδος αναμενόμενου τοκετού | |||
στέρηση της ελευθερίας | |||
τοκετός | |||
English thesaurus | |||
| |||
c; conf. | |||
cnft; conf |
confinement: 64 phrases in 17 subjects |