conduct | |
gen. | διεξάγω; καθοδηγώ; οδηγώ; τελώ |
law crim.law. | στάση |
med. | άγω ήγαγα; αγμένος; μεταδίδω μετέδωσα |
channel | |
industr. construct. | αυλάκι στη σόλα; λούκι στη σόλα |
| |||
διεξάγω; καθοδηγώ; οδηγώ; τελώ | |||
στάση | |||
άγω ήγαγα; αγμένος; μεταδίδω μετέδωσα | |||
συμπεριφορά | |||
English thesaurus | |||
| |||
cdt |
conducting: 183 phrases in 33 subjects |