conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
COST | |
obs. R&D. | ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας |
cost | |
econ. fin. | κόστος; τιμή κόστους |
costs | |
ed. | δίδακτρα |
market. | έξοδα προς ενσωμάτωση |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional: 126 phrases in 18 subjects |