concentrate | |
gen. | συγκεντρώνω |
agric. | συμπυκνωμένη τροφή |
chem. | εμπλουτισμένο μετάλλευμα; εμπλουτισμένο μετάλλευμα μεταλλουργίας |
energ.ind. nucl.phys. | εμπλουτισμένο ουράνιο |
food.ind. | συμπυκνωμένο γλεύκος |
med. | συμπυκνώνω νb συμπύκνωσα; συμπύκνωμα |
nucl.phys. chem. met. | συμπυκνωμένος ; εμπλουτισμένος |
concentrates | |
anim.husb. | συμπυκνωμένη ζωοτροφή |
and | |
gen. | και |
continue | |
gen. | συνεχίζω |
| |||
συμπυκνώνω νb συμπύκνωσα | |||
| |||
συγκεντρώνω | |||
| |||
συμπυκνωμένη ζωοτροφή | |||
| |||
συμπυκνώματα | |||
| |||
συμπυκνωμένη τροφή | |||
εμπλουτισμένο μετάλλευμα; εμπλουτισμένο μετάλλευμα μεταλλουργίας | |||
συμπυκνωμένο γλεύκος | |||
συμπύκνωμα | |||
συμπυκνωμένος ; εμπλουτισμένος | |||
| |||
εμπλουτισμένο ουράνιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
conc | |||
cone. | |||
conc. |
concentrate and: 3 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
Finances | 2 |