DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
closed joint
industr., construct., chem. κατεργασμένα άκρα προς συγκόλληση που ακουμπάνε μεταξύ τους
met. ραφή συγκολλήσεως σε ελάσματα με μηδενική μεταξύ τους απόσταση