DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
catchwords n
gen. οδηγός
catchword ['kæʧwɜ:d] n
commun. λέξη που γράφεται κάτω από τον τελευταίο στίχο της σελίδας και επαναλαμβάνεται στην αρχή της επόμενης σελίδας
work.fl. συνθηματική λέξη
 English thesaurus
catchword ['kæʧwɜ:d] n
lit. A slogan or memorable phrase.
catchwords: 8 phrases in 1 subject
Work flow8