DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
called-up capital
account. ληξιπρόθεσμο μέρος τμήμα κεφαλαίου; ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο; κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί
econ., market. προσκεκλημένο κεφάλαιο; απαιτητό κεφάλαιο; κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί
fin. ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο
called up capital [ˌkɔːldʌp'kæpɪtl]
econ., market. απαιτητό κεφάλαιο; κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί; προσκεκλημένο κεφάλαιο