cable termination | |
el. | τερματισμός καλωδίου |
resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
| |||
τερματισμός καλωδίου |
cable termination: 2 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Information technology | 1 |