cable connection | |
comp., MS | καλωδιακή σύνδεση |
earth.sc. el. | ένωση καλωδίων; σύνδεση καλωδίων |
surveillance | |
gen. | συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
econ. | προφυλάκιση |
environ. | Επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση; παρακολούθηση |
law insur. commun. | έλεγχος' επιτήρηση |
| |||
καλωδιακή σύνδεση (A communications method by which you use a cable to connect your mobile device to another device) | |||
ένωση καλωδίων; σύνδεση καλωδίων | |||
καλωδιακή σύνδεση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cc (Alex Lilo) |
cable connection: 6 phrases in 4 subjects |
Earth sciences | 2 |
Electronics | 2 |
General | 1 |
Microsoft | 1 |