breed | |
anim.husb. | ποικιλία |
nat.sc. | επώαση |
breeding | |
anim.husb. | αναπαραγωγή |
environ. | αναπαραγωγή; γενετική βελτίωση |
forestr. | αναπαραγωγή βελτίωση |
life.sc. agric. | βελτίωση με επιλογή |
life.sc. anim.husb. | βελτίωση ζώων; γενετική βελτίωση |
value | |
gen. | εκτιμώ |
| |||
αναπαραγωγή βελτίωση | |||
βελτίωση με επιλογή | |||
βελτίωση ζώων; γενετική βελτίωση | |||
εκτροφή; καλλιέργεια | |||
| |||
αναπαραγωγή; αναπαραγωγή/γενετική βελτίωση | |||
βελτίωση φυτών | |||
επιλογή ζώων | |||
| |||
εκτρέφω | |||
ποικιλία | |||
ράτσα | |||
επώαση | |||
| |||
αναπαραγωγή; γενετική βελτίωση |
breeding: 333 phrases in 21 subjects |