breakeven | |
market. | νεκρό σημείο κύκλου εργασιών |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
| |||
νεκρό σημείο κύκλου εργασιών |
breakeven: 3 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Finances | 2 |