DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
beater ['bi:tə] n
agric. σπάτουλα για τη μάλαξη του βουτύρου; διάταξη αλωνισμού; ακανθώδες τύμπανο; διασκορπιστής με ακανθώδες τύμπανο; διασκορπιστής με οδοντωτό τύμπανο; αλωνιστής; τύμπανο; τύμπανο αλωνισμού
agric., construct. εκθαμνωτής με οριζόντιο άξονα
commun. ολλανδικός καθαριστής
construct. τραπέζι κτυπήματος του πηλού
industr., construct. χτυπητήρας ανοιχτικού μηχανήματος; κτυπητήρας; δόντι από χτυπητήρι; χτένα; χτένι; κοπανιστήρας
tech., industr., construct. αλεστική μηχανή
beater: 74 phrases in 9 subjects
Agriculture14
Electronics1
Food industry1
Industry10
Labor law1
Leather1
Mechanic engineering1
Natural sciences2
Technology43