balancing | |
agric. | ζυγοστάθμιση |
environ. | ισορρόπηση; ισο- στάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση |
IT dat.proc. | έλεγχος ισοζύγισης |
tank | |
gen. | δεξαμενή; άρμα μάχης |
| |||
ζυγοστάθμιση | |||
εξισορρόπηση; ισο-ζυγοστάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση | |||
έλεγχος ισοζύγισης | |||
εξισορρόπηση; μεταφορά στη θέση ισορροπίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
bal |
balancing: 156 phrases in 26 subjects |